- αδαμάντινος
- -η, -ο (Α ἀδαμάντινος, -ίνη, -ινον) [ἀδάμας]νεοελλ.1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού (πρβλ. «αργυροί γάμοι», η εικοστή πέμπτη επέτειος, «χρυσοί γάμοι», η πεντηκοστή επέτειος)«αδαμάντινος χαρακτήρας», για πρόσωπα με ειλικρινή, σταθερό και άμεμπτο χαρακτήρααρχ.1. ο κατασκευασμένος από χάλυβα, χαλύβδινος2. ο σκληρός σαν χάλυβας.
Dictionary of Greek. 2013.